Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Έρωτος Αποτελέσματα

ΓΛΩΣΣΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΣ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ. ΕΝΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΕΥΘΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ. ΤΙ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ ΜΕ ΑΥΤΟ;

Ο άγνωστος συγγραφέας του βιβλίου Έρωτος Αποτελέσματα παραλείπει τη χρήση κάθε εκφραστικού μέσου στο διήγημά του. Αντίθετα, εναλλάσσει το λόγο του μεταξύ ευθύ και πλάγιου. Χρησιμοποιώντας αυτή τη τεχνική επιτυγχάνει να δώσει παραστατικότητα και ζωντάνια στο διήγημα. Ακόμα, καταφέρνει να αποδώσει με περισσότερη ρεαλιστικότητα τη ψυχολογία της Ελενίτζας και τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι γονείς της. Συγκεκριμένα, φανερώνεται η μελαγχολική διάθεση της Ελενίτζας μέσα από την ανορεξία της. Επίσης, μέσα από τις ονειροπολήσεις και τη μυστικοπάθεια της φαίνεται ότι κάτι την απασχολεί. Τέλος, οι γονείς της τη ρωτούν καθημερινά τι έχει δείχνοντας απεριόριστο ενδιαφέρον απέναντι στην ψυχική της υγεία. Όλα αυτά με την εναλλαγή ευθύ-πλάγιου λόγου φαντάζουν διαφορετικά στον αναγνώστη, έρχονται πιο κοντά στην πραγματικότητα και , κατά διαστήματα, ταυτίζονται μαζί του. 

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Του Νεκρού Αδερφού

                                                               Περίληψη 

   Την Αρετή,μια δωδεκάχρονη , μονάκριβη και πολυαγαπημένη κόρη αποφασίζουν οι εννιά αδερφοί και η μάνα της να την παντρέψουν πολύ μακριά , στη Βαβυλώνα  .Η απόφαση πάρθηκε ύστερα από πίεση του Κωσταντή , ο οποίος έπεισε τελικά τη μάνα και τους οκτώ αδερφούς δίνοντας όρκο ότι θα φέρει την Αρετή από τα ξένα στη μάνα , αν συμβεί κανένα δυσάρεστο η ευχάριστο οικογενειακό γεγονός.Αργότερα, μετά το γάμο της  Aρετής , όλοι οι αδερφοί της πέθαναν και η μάνα , μόνη και έρημη, αναθεμάτιζε το νεκρό Κωσταντή , επειδή δεν τηρήσε τον όρκο του.Τότε αυτός βγήκε μια νύχτα από τον τάφο του και με καταπληκτική ταχύτητα έφτασε στην αδερφή του , την πήρε και καβάλα στο άλογο έφυγαν για το πατρικό τους , χωρίς η Αρετή να έχει καταλάβει ότι ο Κωσταντής είναι βρικόλακας. Ο Κωσταντής απέφευγε να απαντήσει στις ερωτήσεις της Αρετής , κατά τη διάρκεια της διαδρομής , που κάτι υποψιάζονταν . Όταν έφτασαν στον τόπο τους , ο Κωσταντής ξαφνικά μπήκε στον τάφο του και μόνη της πήγε στο σπίτι που το βρήκε ερημωμένο.Η μάνα της αρνήθηκε αρχικά να δεχτεί τον επισκέπτη. Όταν όμως άκουσε ότι πρόκειται για την Αρετή,της άνοιξε, αγκαλιάστηκαν και πέθαναν και οι δύο.



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΛΛΟΓΗΣ

Οι παραλογές είναι διηγηματικά τραγούδια, όπου το επικό στοιχείο αναμειγνύεται με το λυρικό και το δραματικό. Αφηγούνται τις δραματικές κυρίως περιπέτειες της ανθρώπινης ζωής με τον τρόπο των παραμυθιών. Οι υποθέσεις των παραλογών άλλοτε στηρίζονται σε λαϊκές παραδόσεις μας, κι άλλοτε πάλι μας φαίνονται τελείως φανταστικές.
Τρεις είναι οι κυριότερες πηγές από τις οποίες αντλούνται οι υποθέσεις τους
• από αρχαίους μύθους και παραδόσεις σχετικές με αγίους, δράκους, στοιχεία, βασιλιάδες και πρίγκιπες, δαιμονικές μορφές και άλλα δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας. (Οι ωραιότερες και πιο διαδεδομένες από την ομάδα αυτή είναι “Του νεκρού αδελφού” και “Του γιοφυριού της Άρτας”, όπου κυριαρχεί το τραγικό στοιχείο).
• από περιστατικά της κοινωνικής ζωής, τα οποία προκαλούν συγκίνηση στο λαό, όπως είναι οι ερωτικές ή οικογενειακές τραγωδίες (άτυχοι έρωτες, φόνοι, εκδικήσεις, προδοσίες, σκάνδαλα ηθικού περιεχομένου, ναυάγια πλοίων κ.ά.)
• από εθνικές και ιστορικές μνήμες που αναφέρονται σε πολέμους, λεηλασίες, σφαγές κτλ.
Το κυριότερο γνώρισμα της τεχνοτροπίας των παραλογών είναι η δραματοποίηση της αφήγησης, η οποία πετυχαίνεται: α) με το διάλογο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές ή σε άλλα πρόσωπα, που μπαίνει συνήθως στα καίρια σημεία της αφήγησης, και β) με τη γρήγορη δράση.




Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

Οι νέοι από τις αρχές μέχρι τα μέση του προηγούμενου αιώνα δεν είχαν κοντινές σχέσεις με τους γονείς τους. Αυτό οφείλονταν στο σεβασμό των παιδιών προς τους γονείς τους που πολλές φορές μετατρέπονταν σε φόβο. Συγκεκριμένα, τα παιδιά δεν τολμούσαν να αναφέρουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους προς τους γονείς τους. Αντίθετα, προτιμούσαν να τα κρατούν μέσα τους.
Πριν 30 με 40 χρόνια οι σχέσεις παιδιών-γονέων άλλαξαν σε κάποιο βαθμό. Ο σεβασμός συνέχισε να υπάρχει από πλευράς των παιδιών αλλά δεν γίνονταν φόβος. Έτσι, τα παιδιά εξέφραζαν τα συναισθήματα και τις σκέψεις του πιο ελεύθερα. Επίσης, είχαν την δυνατότητα να αντιδρούν  χωρίς όμως να παρεκτρέπονται,
Σήμερα όμως τα παιδιά όχι μόνο δεν φοβούνται τους γονείς τους αλλά, κατά μία έννοια, δεν τους σέβονται κιόλας. Πολλά παιδιά εκφράζουν αυτά που σκέφτονται ελεύθερα. Ακόμα, δεν είναι λίγοι και αυτοί οι οποίοι δείχνουν μηδαμινό σεβασμό στους γονείς τους. Υπάρχουν νέοι οι οποίοι βωμολοχούν απέναντι στους γονείς τους.
Στην ουσία, η έννοια σεβασμό προς τους γονείς στα διάρκεια των χρόνων έχει αλλάξει. Από το σημείο που ο σεβασμός σήμαινε φόβος για τα παιδιά, τώρα η λέξη αυτή είναι σχεδόν άγνωστη για τα παιδιά.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στο χωριό Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία. Από τη φύση του ήταν πνεύμα ιδιαίτερα ανήσυχο, έξυπνος και ετοιμόλογος. Υπήρξε έντονα σατιρικός και σταθερός στις απόψεις του, παραδίδοντας έργα που έρχονται σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις της εποχής του. Το γεγονός ότι δε δίσταζε να εκφράζει ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις του στηλιτεύοντας την υποκρισία, αποτέλεσε την κύρια αιτία για τη φυλάκιση, τους διωγμούς και τους αφορισμούς που γνώρισε κυρίως από την εκκλησία. 
Έζησε ολόκληρη τη διαδικασία της ένωσης με την Ελλάδα, και μάλιστα αγωνίστηκε σκληρά ενάντια στα πιστεύω των ριζοσπαστών για άνευ όρων παράδοση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα. Διέμεινε κατά τη διάρκεια των διωγμών του ανά περιόδους στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και το Λονδίνο, ενώ τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στο Αργοστόλι.
Ως γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά στο Παρίσι, όμως το επάγγελμα του νομικού το εξάσκησε μόνο όταν είχε οικονομική ανάγκη. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856)[1]. Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.


ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Κυριότερα έργα του είναι:
  • Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς
  • Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες
  • Ποιήματα και ανέκδοτα
  • Οι καταδρομές μου εξαιτίας του «Λύχνου»
  • Απόκριση στον αφορισμό
  • Αυτοβιογραφία

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ-Η ΠΡΟΙΚΑ-(ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ)




ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΕΚΕΙΝΗΣ


  Το βιβλίο του Κεφαλονίτη ποιητή και πεζογράφου, Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901) , «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», γράφτηκε το 1856. Στο έργο του αυτό, ο Λασκαράτος επικρίνει και σατιρίζει τα κακώς κείμενα τής κεφαλλονίτικης κοινωνίας. Κάνει όμως το «λάθος» να στραφεί κι εναντίον τής Εκκλησίας και τού τοπικού επισκόπου, καυτηριάζοντας τα «θρησκομάγαζα» που τα διευθύνουν άνθρωποι αμόρφωτοι, ανήθικοι και επιτήδειοι, μετατρέποντας την πίστη των αφελών κι επίσης αμόρφωτων και προληπτικών χριστιανών, σε αντικείμενου εμπορίου και αισχροκέρδειας. Ο Λασκαράτος καλεί τους πιστούς να φυλάγονται από «τους ψευδόχριστους οπού βρομοσκυλούνε όλη μέρα μέσα στες εκκλησιές, σαν τες κουκουβάγιες μέσ’ στα χαλέπεδα, κάνοντες σταυρούς και μετάνοιες…». Δεν παραλείπει όμως να σχολιάσει και την υποκρισία των ίδιων των πιστών που τους αποκαλεί χαρακτηριστικά «χριστιανούς τής κοιλιάς». Στρέφει τα βέλη του, εναντίον τής πλάνης τής τυφλής πίστης που έχουν επιβάλλει οι παπάδες με την οποία η Εκκλησία «με το ένα χέρι βαστάει τες εκκλησιές ανοιχτές, και με το άλλο τον νουν του όχλου κλεισμένονε».



Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ

Ο Λασκαράτος διακρίθηκε στη σάτιρα (την κοινωνική κριτική και αφορίστηκε από την εκκλησία). Όπως φαίνεται και στο κείμενο, ο Λασκαράτος μα παρουσιάζει τις αντιλήψεις περί του γάμου που επικρατούν την εποχή αυτή αλλά και με σατυρικό τρόπο τονίζει τη δική του θέση. Αναφέρεται ότι το προικιό είναι αιτία της θυσίας και οι γονείς καταπιέζουν ψυχολογικά τα κορίτσια. Επίσης, υποστηρίζει ότι οι γαμπροί που επιθυμούν προίκα είναι κερδοσκόποι. Οι γαμπροί διαλέγουν τη νύφη από τα χρήματα που της ανήκουν και την περιουσία που έχει και όλοι την αντιμετωπίζουν ως εμπόρευμα. Υποστηρίζει, επίσης, ότι τα κορίτσια θέλουν να απελευθερωθούν από την τυραννία και την καταπίεση των γονιών τους. Επιπλέον, ο Λασκαράτος προτείνει τη μεταχείριση των κοριτσιών με αγάπη. Έτσι, θα αναπτύξουν το πνεύμα τους και θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το σύντροφο το σύντροφο τους. Αυτές είναι οι κύριες αντιλήψεις του Λασκαρίσου οι οποίες προκαλούν την αναστάτωση των τοπικών αρχών που έχουν οπισθοδρομικές και παλιομοδίτικες ιδέες.  


Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑΝ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΓΑΜΟ

Στο  κείμενο και ιδιαίτερα στη τελευταία παράγραφο, αναφέρεται η άποψη του Ανδρέα Λασκαράτου για τον τρόπο που πρέπει να αναθρέφεται μία κοπέλα ώστε να κάνει έναν ευτυχισμένο γάμο
Οι προτάσεις του αναφέρονται παρακάτω:
ü  Πρέπει το μέλλον των κοριτσιών να απεξαρτηθεί από την απόφαση των γονέων. Δεν θα πρέπει η κοπέλα να μεγαλώνει με μόνο σκοπό να βρεθεί ένας γαμπρός ο οποίος θα βολευτεί με την προίκα της.
ü  Τα κορίτσια πρέπει να έχουν την ελευθερία να διαλέγουν μόνες  τους τον σύζυγο και όχι αυτός να τους επιβάλλεται από του γονείς τους.
ü  Οι κοπέλες πρέπει να αισθάνονται την αγάπη και την φροντίδα των γονέων τους από το σπίτι και να μην αισθάνονται σκλαβωμένες, με αποτέλεσμα να θέλουν να φύγουν.
ü  Οι γονείς πρέπει να φροντίζουν ώστε να καλλιεργείται το πνεύμα τους, με αποτέλεσμα να αποκτούν κρίση και να μπορούν να επιλέξουν μόνες τους το σύντροφο τους για την υπόλοιπη ζωή τους και έτσι να μην γίνονται θύματα εκμετάλλευσης του κάθε επιτήδειου που αποσκοπεί στην προίκα τους.


Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Οι κοινωνικοί ρόλοι των δυο φύλων έχουν παρουσιάσει διαφορές κατά καιρούς και από τόπο σε τόπο με ένα όμως σταθερό χαρακτηριστικό: Σχεδόν σε κάθε κοινωνία οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως κατώτερες από τους άντρες. Δηλαδή οι οργανωτικοί ρόλοι που έχουν οι άντρες αποτελούν τους σημαντικούς ρόλους στην εργασία και την κοινωνία.

 Στη νεοελληνική οικογένεια τα παιδιά παντρεύονταν κατά σειρά
ηλικίας. Οι θυγατέρες προηγούνταν κι ακλουθούσαν τα παλικάρια, με τη σειρά τους κι αυτά. Ήταν ατιμωτικό για τον άντρα να παντρευτεί πρώτος και ν’ αφήσει αδελφή μεγαλύτερη η μικρότερη ανύπαντρη. Πολλά παλικάρια έμεναν ανύπαντρα, γιατί δεν μπόρεσαν ν’ αποκαταστήσουν τις αδελφές τους.
    Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα (1920) η φροντίδα για τον γάμο
των παιδιών ήταν μέλημα και καθήκον των γονιών και μάλιστα του
πατερά.  Αυτός έπρεπε να δώσει την τελική συγκατάθεση, « να γίνει η
γνώμη του » , « να δώσει την ευχή του » .το έθιμο αυτό στηριζόταν στο αίσθημα ευθύνης των γονιών να στεριώσουν κοινωνικά και οικονομικά τα παιδιά τους, που έφτιαχναν καινούργια οικογένεια ,και στην υποχρέωση, που εθιμικά αναλάμβαναν, να δώσουν σ’ αυτά ένα μέρος της περιουσίας τους, κινητής ή ακίνητης, με τη μορφή της προίκας.
Ο θεσμός της προικοδότησης των θυγατέρων είναι πανάρχαιος και από τα ομηρικά χρόνια φτάνει μέχρι την εποχή μας .Για αιώνες αμέτρητους από τα φυσικά και επίκτητα προσόντα της νύφης (ομορφιά, ψυχική και πνευματική καλλιέργεια κτλ.). Το πρώτο που εξεταζόταν ήταν η προίκα της. Η απροίκιστη ήταν κοινωνικά κατώτερη και δύσκολα βρισκόταν γαμπρός να τη ζητήσει σε γάμο.
    Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια ( 5ος αι. Μ.) για τη σύσταση της
προίκας συντάσσονταν προικώα έγγραφα. Η συνηθείας αυτή κράτησε
σε όλη τη βυζαντινή περίοδο και συνεχίστηκε στα χρόνια της
οικογενειακό δίκαιο στους υπόδουλους έλληνες.


Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

    Στην Αθήνα τα κορίτσια δεν επιτρεπόταν να έχουν καμία επαφή πριν παντρευτούν. Ο μοναδικός τρόπος για να επιλέξει σύζυγο μια κοπέλα ήταν το συνοικέσιο, το όποιο γινόταν από τις προξενήτρες. Ο πατέρας της νύφης και του γαμπρού συμφωνούσαν ενώπιων μαρτύρων να παντρευτούν τα παιδιά. Η συμφωνία αυτή ονομαζόταν εγγυητή και επρόκειτο για μια πολύ σημαντική νομική πράξη παρά το γεγονός ότι ήταν προφορική. Η εγγυητή  αποτελούσε ένα είδος αρραβώνα. Στην Αθήνα υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε έναν άνδρα να παντρευτεί μια γυναίκα που δεν ανήκε σε οικογένεια αθηναίων πολιτών αν και πολλές φορές ο συγκεκριμένος νόμος δεν εφαρμοζόταν. Απαγορευόταν στους αθηναίους να παντρευτούν με μια ξένη.
    Το διαζύγιο στην Αθήνα γινόταν με την αποπομπή της συζύγου από το σπίτι. Ο άνδρας είχε πάντα το δικαίωμα να διώξει τη γυναίκα του και όταν ακόμα δεν είχε για τίποτα να την κατηγορήσει. Η συνεισφορά της αθηναίας γυναικά στην οικογενειακή περιουσία γινόταν είτε με οικιακά σκεύη, χρυσά κοσμήματα, αρώματα είτε με ακίνητη περιουσία όπως κτήματα που απλά παραχωρούνταν στον γαμπρό να τα εκμεταλλεύεται αλλά χωρίς αυτά να του ανήκουν. Άλλωστε σημαντικές επιγραφές που βρεθήκαν στην Γόρτυνα της Κρήτης, καταγράφουν διαφόρους νόμους που σχετίζονται με την θέση των γυναικών στην κοινωνική κατάσταση της εποχής και πιστεύεται ότι ανταποκρίνονται και στην αθηναϊκή πραγματικότητα. Συγκεκριμένα αναφέρεται εκεί ,ότι αν ο σύζυγος χωρίσει την γυναίκα του, αυτή μπορεί να κρατήσει την περιουσία που έφερε μαζί της πριν τον γάμο, την μισή αγροτική παραγωγή (αν υπάρχει) και τα μισά από ότι έχει υφάνει η ίδια μέσα στο σπίτι. Επιπλέον δικαιούταν να πάρει και κάποια χρήματα από τον σύζυγο της. Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου η προίκα της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γάμο ενώ αν είχε παιδιά θα μπορούσε να μένει στο σπίτι του άνδρα της και η προίκα της παραχωρούνταν στα παιδιά της .
    Η αθηναία λοιπόν δεν είχε την δυνατότητα να ενεργήσει σαν ενήλικη και να πάρει αποφάσεις για το τρόπο ζωής της ,αφού όπως όριζε ο νόμος είχε σε όλη την διάρκεια της ζωής ένα κηδεμόνα. Στην μόνη περίπτωση που μπορούσε να επέμβει ήταν στην ακύρωση του γάμου της. Αν και είχε την δυνατότητα να παρουσιάσει μόνη της την αίτηση διαζυγίου της (αφού και ο νόμος το επέτρεπε) στον ανώτερο άρχοντα, τις περισσότερες φορές ενεργούσε για αυτήν κάποιος από τους συγγενής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γυναίκα του Αλκιβιάδη, ενός σπουδαίου πολίτικου, που μη μπορώντας να αντέξει τις συνεχής απιστίες του συζύγου της, θέλησε να χωρίσει. Αυτή η δυνατότητα, ήταν η μόνη μορφή ανεξαρτησία που κατείχε η αθηναία μιας και δεν μπορούσε να έχει καμία άλλη συμμέτοχη σε πολιτικές δραστηριότητες. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο ρόλος της ως νόμιμη σύζυγος αθηναίου πολίτη περιοριζόταν στην γέννηση και σωστή ανατροφή των παιδιών για την συνέχιση της οικογενείας και στην διαχείριση (αλλά όχι οικονομική) του οίκου της. Είχε την επίβλεψη των υπηρετριών, κατεύθυνε όλες τις δραστηριότητες μέσα στο σπίτι, αναλάμβανε να εκπαιδεύσει τις δούλες που δεν γνώριζαν να υφαίνουν και είχε την εποπτεία της τροφού που θα μεγάλωνε τα παιδιά της.